- κατοικώ
- (ΑΜ κατοικῶ, -έω) [κάτοικος]1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔγ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.)2. διαμένω σε μια οικία, είμαι ένοικος, έχω το σπίτι μου (α. «κατοικούν στον δεύτερο όροφο» β. «ἐν σκηναῑς κατοικήσας», ΚΔ)3. βρίσκομαι κάπου, υπάρχω κάπου (α. «σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι», Ερωτόκρ.β. «τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας», Ισοκρ.)μσν.1. εγκαθιστώ, βάζω κάποιον να κατοικήσει2. ανήκω3. στρατοπεδεύω4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) κατοικούμενος, -ένη, -ονκάτοικος5. φρ. «κατοικῶ ἐν σκότει» — κρύβομαιμσν.-αρχ.1. εγκαθίσταμαι σε κάποιο τόπο, καταλαμβάνω τόπο για να κατοικήσω2. ιδρύω αποικία, αποικίζω («ἔνθα μετὰ Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν Ζάγκλην», Ηρόδ.)αρχ.διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ.
Dictionary of Greek. 2013.